- ταραχώδους
- ταραχώδηςgiven to troublingmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μπάριμορ — (Barrymore). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο μιας οικογένειας Αμερικανών ηθοποιών, αγγλικής καταγωγής, το πραγματικό όνομα της οποίας ήταν Μπλάιθ (Blythe). Ο πατέρας Χέρμπερτ (Herbert, 1847 – 1905) άρχισε την καριέρα του στη γενέτειρά του Μεγάλη Βρετανία … Dictionary of Greek
Γκαρθιλάσο ντε λα Βέγκα — I (Garcilaso de laVega, Τολέδο 1503; – Νίκαια, Γαλλία 1536). Ισπανός ποιητής. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών και μπήκε στην υπηρεσία του αυτοκράτορα Καρόλου Ε’, συμμετέχοντας σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Αυστρία και στην Τυνησία. Στην… … Dictionary of Greek
Ντορς — (Τhe Doors). Αμερικάνικο συγκρότημα της ροκ μουσικής που σχηματίστηκε στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια τη δεκαετία του 1960. Απαρτιζόταν από τους Τζιμ Μόρισον (στίχοι, φωνητικά), Ρέι Μάνζαρεκ (πλήκτρα), Ρόμπι Κρίγκερ (κιθάρα) και Τζον Ντένσμορ… … Dictionary of Greek
Σταντάλ — (Stendhal, ψευδώνυμο του Henri Beyle). Γάλλος συγγραφέας (Γκρενόμπλ 1783 Παρίσι 1842). Μετά τις γυμνασιακές σπουδές του στην Γκρενόμπλ, πήγε στο Παρίσι όπου έγινε υπάλληλος στο υπουργείο Στρατιωτικών. Έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Ιταλίας του… … Dictionary of Greek